- τριγωνοκράτωρ
- -ορος, ὁ, Ααστρολ. ο κυρίαρχος τού τριγώνου, τού τριγωνικού σχήματος («λάμβανε τὰ τῆς ἀνατριβῆς ἀπὸ τῶν τριγωνοκρατόρων τοῡ ὡροσκόπου, τοῡ δὲ βίου ἀπὸ τῶν τριγωνοκρατόρων τοῡ αἱρετικοῡ φωτός», Πτολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + -κράτωρ (βλ. λ. αυτοκράτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.